Το πάτεμαν (το περπάτημα)

 

Επί σαράντα μέρες από τη γέννηση μωρού μετά τη δύση του ηλίου δεν επιτρεπόταν να βγει η λεχώνα από το σπίτι της ούτε και να μπουν μέσα στο σπίτι ξένοι. Επίσης στο διάστημα αυτό δεν έπρεπε να βάλουν στο σπίτι ωμό κρέας και ψάρια και δεν άφηναν έγκυο γάτα να μπει στο σπίτι, από φόβο μη γεννήσει και δε μπορεί να περπατήσει το μωρό.

Επίσης όσες φορές πέθαινε κάποιος, αν η νεκροπομπή περνούσε από το σπίτι της λεχώνας, αυτή έπρεπε να σηκώσει ψηλότερα από το νεκρό το μωρό. Στη περίπτωση που το σπίτι βρισκόταν χαμηλότερα από το δρόμο που θα περνούσε ο νεκρός, έπρεπε να σηκώσει το μωρό όσο μπορούσε ψηλότερα από το έδαφος. Σε διαφορετική περίπτωση, υπήρχε η άποψη ότι τα παιδιά αυτά δε θα μπορούσαν να περπατήσουν.

Όσα παιδιά δε μπορούσαν να περπατήσουν, η μητέρα τους κατέφευγε στην εξής θεραπεία: Μάζευε ξύλα από εφτά φράκτες κήπων. Πολύ πρωί πήγαινε και έπαιρνε νερό ή από εφτά πηγάδια χωρίς να μιλήσει κανέναν ή αν δεν υπήρχαν πηγάδια από το ποτάμι. Μετά απ’ αυτό άναβε φωτιά σ’ ένα σταυροδρόμι (σταυροστράτ), διέλυε μέσα σε τηγάνι μολύβι ή κερί.

Στη συνέχεια έβαζε πιάτο (σαχάν) γεμάτο νερό από εφτά πηγάδια και επάνω τοποθετούσε ψαλίδι σε σχήμα χιαστό. Κατόπιν το διαλυμένο μολύβι ή κερί το έχυνε μέσα από μία τρύπα σφονδύλου (σποντύλ) μέσα στο νερό, όπου σχηματίζονταν διάφορα σχήματα ανθρώπων, γατών, σκύλων, βατράχων, κτλ. και από το σχήμα συμπέραναν από τι ήταν πατημένο το μωρό και δεν περπατούσε.

Τα είδωλα του μολυβιού ή κεριού τα τύλιγε μέσα σε ένα άσπρο πανί και τα έθαβε, ενώ με το νερό έλουζε το μωρό στο ίδιο μέρος. Έπειτα η μητέρα μοίραζε στα εκεί παριστάμενα παιδιά ζαχαρωτά. Μετά απ’ αυτό το παιδί έπαιρνε δυνάμεις και μπορούσε να περπατήσει όπως πίστευαν.