/>

Ποντιακά Παιχνίδια

 

Λαχνίσματα

Ο τρόπος με τον οποίο μοιράζονταν οι παίκτες στα ομαδικά παιχνίδια, τα "λαχνίσματα" όπως τά έλεγαν, αποτελούσαν από μόνα τους ένα ξεχωριστό παιχνίδι, στο οποίο τα παιδιά συμμετείχαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αγωνία. Τα "λαχνίσματα" τα χρησιμοποιούσαν για να δουν τα παιδιά σε ποια ομάδα θα παίξουν αλλά και για να δουν ποια ομάδα θα ξεκινήσει πρώτη, στοιχεία πολύ σημαντικά για την έκβαση του αγώνα, αφού αυτός που διάλεγε πρώτος έπαιρνε με το μέρος του, τους ικανότερους παίκτες και η ομάδα που θα ξεκινούσε πρώτη, ξεκινούσε από θέση ισχύος.

Δύο ικανοί παίκτες έβγαιναν μπροστά και κάνοντας βηματάκια πατούσα-πατούσα έλεγαν σε κάθε κίνηση ο ένας "πατώ σε" και ο άλλος "κόφτω σε". Άλλοτε πάλι έλεγαν τις λέξεις: "Ταούχ-πιλίτσ΄-χορόζ" που σημαίνει "κότα-κοτόπουλο-κόκορας". Η πατούσα που δεν χωρούσε στο τέλος να μπει, ήταν και η χαμένη και ο νικητής διάλεγε πρώτος τον παίκτη που ήθελε στην ομάδα του.

Τα κορίτσια απάγγελναν ρυθμικά ένα αστείο στιχάκι, και σε κάθε ρυθμό έδειχναν και έναν παίχτη. “Άρκος-λύκος-μουχτερός και την νύχτα γυρεβός έρθεν τη παιδί ο κώλον, τσάκ' ατο, καθάρ' ατο, φάτο.”

Εκτός από τις παραπάνω διαδικασίες, υπήρχε και το "τεκ μι τσιούφτ" δηλαδή το μονά-ζυγά, αλλά και "γιαζί μι τουρά" δηλαδή το κορώνα-γράμματα τα οποία είναι γνωστά μέχρι και σήμερα. Παρόμοιο ήταν και το "ψωμίν για ξύγαλα". Πετούσαν ψηλά μια πλακουτσωτή πέτρα. Η μία της πλευρά ήταν υγρή (ξύγαλα) και η άλλη στεγνή (ψωμίν). Όποια ομάδα μάντευε ποια πλευρά θα ήταν από πάνω, ξεκινούσε το παιχνίδι.

Και βέβαια το παιχνίδι ξεκινούσε μετά και όλοι οι παίκτες σεβόντουσαν τους νόμους και τους κανόνες του. Η ομάδα ή ο παίκτης όμως που έχανε έπρεπε να υποστεί την τιμωρία, το "κάλκεμα" το "λωρίαμαν", το μαστίγωμα, το περπάτημα στα τέσσερα, την μίμηση φωνών διάφορων ζώων όπως του γαϊδουριού, του κόκορα, της αγελάδας κ.τ.λ.

 

Αλλάζομε τόπον

Μέσα σε αλάνα ή σε αυλή, ο κάθε παίκτης παίρνει μια πέτρα και την τοποθετεί στην γη σε σχήμα κύκλου. Κάθε πέτρα πρέπει να απέχει 4-5 μέτρα από την άλλη. Κάθε παίκτης πατάει πάνω στην πέτρα του, και η μάνα στέκεται στην μέση.

Δύο- δύο αρχίζουν να αλλάζουν τις θέσεις τους και η μάνα προσπαθεί να πιάσει την θέση κάποιου για να γίνει αυτός μάνα. Οι παίκτες πρέπει να πατάνε επάνω στην πέτρα τους για να μην την καταλάβει κάποιος άλλος και μείνουν χωρίς θέση.

Για να γίνει πιο ενδιαφέρον και ευχάριστο το παιχνίδι οι παίκτες προσποιούνται πως θέλουν να αλλάξουν θέση με κάποιον άλλο. Μόλις απομακρυνθεί από την πέτρα του ο ανύποπτος παίκτης τότε ο παίκτης που προσποιήθηκε ότι θέλει να αλλάξει θέση, γυρνάει στην θέση του ενώ κάποιος τρίτος έχει πάρει την θέση του δεύτερου παίκτη.

 

Δοσ' άψημον

Το παιχνίδι αυτό που λέγεται και "Φωτούλα", παίζεται από δύο παιδιά. Το ένα ενώνει τα δάχτυλα των χεριών του φουσκωτά σαν να σχηματίζουν κλουβί. Το άλλο παιδί αγγίζει με τον δείχτη του χεριού του τα μικρά δάχτυλα του πρώτου λέγοντας:

-Θεία θεία, δόμ' άψημον.

Το πρώτο παιδί απαντάει:

-Έβγ΄ απάν και έπαρ'.

Αυτό συνεχίζεται μέχρι το δεύτερο παιδί να αγγίξει τους δείχτες του πρώτου, ο οποίος τώρα του λέει:

-Έμπ' απές κι έπαρ'.
-Φοούμε τα σκυλία.

λέει το δεύτερο αλλά βάζει το χέρι του μέσα στα χέρια του άλλου, ο οποίος αρχίζει να φωνάζει δυνατά:

-Γαβ, γαβ, γαβ

και του πιάνει το χέρι.

 

Τεκ' μη τσιουφτ' (Μονά ή ζυγά;)

Είναι το "αρτιάζειν" των αρχαίων και το "μονά ζυγά" της εποχής μας. Συνήθως το έπαιζαν με φαγώσιμα όπως καλαμπόκια, φουντούκια κ.τ.λ. Ένα παιδί έκλεινε στην χούφτα του μερικά από αυτά τα φαγώσιμα και ρωτούσε το άλλο:

-Τεκ' μη τσούφτ'; (δηλαδή μονά ή ζυγά;)

Αν η απάντηση του δεύτερου ήταν σωστή έπαιρνε όσα φαγώσιμα υπήρχαν στην χούφτα του πρώτου ενώ αν ήταν λάθος έδινε στον πρώτο τον ίδιο αριθμό φαγώσιμων.

 

Τα λίντσια

Τα λίντσια ήταν παιχνίδι εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Συνήθως παίζονταν από τα κορίτσια. Έπαιρναν πέντε λίντσια (στρογγυλές μικρές πετρούλες σε μέγεθος μπίλιας). Με τον αντίχειρα και τον δείκτη του ενός χεριού σχημάτιζαν ένα Π και με το άλλο χέρι πετούσαν μία πέτρα ψηλά και όσο αυτή ήταν στον αέρα προσπαθούσαν να περάσουν μέσα από το Π μία άλλη πέτρα από τις υπόλοιπες που είχαν μπροστά τους. Ο παίκτης που θα περνούσε από το Π τα πιο πολλά λίντσια ήταν και ο νικητής. Είναι ένα παιχνίδι επιδεξιότητας, τα γνωστά σημερινά πεντόβολα.


 

Η ζυγούρα

Σ' ένα μεγάλο ανοιχτό χώρο κάρφωναν ένα πάσσαλο ύψους 80 πόντων περίπου. Την κορυφή του πάσσαλου την έκαναν στρογγυλή και κει τοποθετούσαν ένα άλλο ξύλο 3-4 μέτρων στου οποίου την μέση είχαν κάνει μια γουβίτσα έτσι ώστε να ισορροπεί και να περιστρέφεται με ευκολία. Δύο παιδιά κάθονται στις άκρες αυτού του ξύλου, ακουμπώντας την κοιλιά τους, αλλά κάθονται με αντίστροφη φορά το ένα από το άλλο.

Πατούν και οι δύο κάτω και δίνουν περιστροφική κίνηση στο ξύλο. Σηκώνουν τα πόδια τους και όταν αρχίσει να σταματάει αυτή η περιστροφική κίνηση κάποιο από τα παιδιά βάζει τα πόδια κάτω και ξαναδίνει στην ζυγούρα την περιστροφική κίνηση που είχε. Πολλές φορές τα παιδιά για να κάνουν θόρυβο έβαζαν σε αυτήν την γουβίτσα καλαμπόκι.

 

Κοσού και Aϊτέντς

Το παιχνίδι αυτό συνήθως παίζονταν από κορίτσια. Η πιο ευκίνητη ορίζεται ως αϊτέντς και η λιγότερο ευκίνητη ως κοσού. Όλα τα υπόλοιπα κορίτσια έπαιρναν θέση πίσω από την κοσού κρατώντας η μία το φόρεμα της άλλης παριστάνοντας τα πουλάκια της κοσούς. Ο αϊτέντς προσπαθούσε να αρπάξει κάποιο από τα πουλάκια, η κοσού όμως άπλωνε τα χέρια της και τα προστάτευε. Εκείνα, χωρίς να αποκοπεί το ένα από το άλλο την ακολουθούσαν. Αν ο αϊτέντς έπιανε κανένα πουλάκι το απομάκρυνε,το πήγαινε στην φωλιά του και ξαναγυρνούσε για να πιάσει τα υπόλοιπα.

 

Το τοπ

Θα αναφέρουμε δύο παιχνίδια με το τοπ.

α) Τα παιδιά έπαιζαν αυτό το παιχνίδι με ένα τόπι το οποίο ήταν από κλωστή ή από μαλλί προβάτου γιατί τότε δεν υπήρχαν τα λαστιχένια τόπια. Το έπαιζαν συνήθως δύο παιδιά. Το ένα έπαιρνε το τόπι και το πετούσε στον τοίχο ή στο έδαφος. Όταν το τόπι επέστρεφε, με την παλάμη και χωρίς καθόλου να το πιάσει, το ξανάριχνε μετρώντας πόσα πηδήματα θα κάνει. Αν το τόπι ξέφευγε από τον ένα παίκτη άρχιζε ο άλλος. Το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι κάποιος να φτάσει ένα ορισμένο αριθμό πηδημάτων.

β) Και αυτό το παιχνίδι το παίζουν δύο παιδιά. Ένας παίκτης χτυπά δυνατά το τόπι στο έδαφος. Το τόπι πηδά ψηλά και μέχρι να πέσει στο έδαφος ο παίκτης πρέπει να κάνει μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό του, να χτυπήσει πάλι το τόπι να ξανακάνει μια περιστροφή κ.ο.κ. Αυτό συνεχίζεται μέχρι ο παίχτης να ζαλιστεί και να πέσει ή να μην μπορέσει να χτυπήσει το τόπι. Τότε αρχίζει ο δεύτερος παίκτης. Νικητής είναι αυτός που θα κάνει πρώτος ένα αριθμό περιστροφών που είχαν ορίσει πριν ξεκινήσει το παιχνίδι.

 

Πως στέκω

Πολύ συχνά τα μεγαλύτερα παιδιά διασκέδαζαν σε βάρος των μικρότερων παιδιών. Το παιχνίδι αυτό το έκαναν σε παιδιά που δεν το ήξεραν για να προκαλέσουν γέλιο. Έλεγαν σε κάποιον μικρότερο:

-Δέβα οπίσ΄ ασήν πόρταν και ερώτα "πως στέκω;"

Πήγαινε ο μικρός έπαιρνε και κάποια περίεργη στάση για να μην την βρεί ο μεγαλύτερος και ρωτούσε:

-Πως στέκω;
-Άμον γάιδαρος!

Με αυτήν την απάντηση ξεκαρδίζονταν όλοι στα γέλια.

 

Φέσεν τουρ - Φες καλτούρ

Παίζονταν από δύο άτομα. Ο ένας συνήθως ο μικρότερος ήταν και ο ανίδεος της παρέας. Έπαιρναν δύο καπέλα-τραγιάσκες. Με ένα μαντήλι έδεναν τα μάτια του ανίδεου. Με το παράγγελμα "φές καλτούρ" φορούσαν τα καπέλα. Με το παράγγελμα "φέσεν τουρ" έβγαζαν τα καπέλα και τα κρατούσαν από το γείσο ανοιχτά. Αυτό επαλαμβανόταν πολλές φορές χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Κάποια στιγμή όταν οι παίκτες κρατούσαν τα καπέλα στα χέρια τους, κάποιος από την υπόλοιπη παρέα έβαζε κρυφά στο καπέλα του ανίδεου νερό. Με το παράγγελμα "φες καλτούρ" ο ανίδεος δεχόταν το νερό και οι υπόλοιποι ξεσπούσαν σε γέλια.

 

Η ταμονά

Η ταμονά είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με χαρτιά. Από μία τράπουλα αφαιρούν έναν παπά και τον κρύβουν. (Βέβαια αργότερα σε αυτό το παιχνίδι τραβούσαν στην τύχη ένα χαρτί και το έκρυβαν. Είναι η λεγόμενη μουντζούρα).

Τα παιδιά κάθονταν στην σειρά και μοίραζαν τα χαρτιά. Όταν τελείωνε η μοιρασιά άρχιζε η διαδικασία του ζευγαρώματος. Τα παιδιά ζευγάρωναν τα χαρτιά τους και τα έβγαζαν από το παιχνίδι. Κρατώντας τα χαρτιά που τους είχαν μείνει στα χέρια άρχιζαν να δανείζονται από τους συμπαίκτες τους άλλα χαρτιά. Ο δανεισμός γινόταν με την φορά του ρολογιού. Κάθε παίκτης δανείζονταν από τον προηγούμενο ένα χαρτί, έβλεπε αν ζευγαρώνει με τα φύλλα που έχει και αν ζευγάρωνε τα έβγαζε από το παιχνίδι.

Αυτό συνεχιζόταν μέχρι κάποιος να μείνει με ένα χαρτί. (Ο παπάς του οποίου το ταίρι το είχαν κρύψει.) Τότε ερχόταν η τιμωρία. Η ταμονά, δηλαδή η σφραγίδα στο μέτωπο με τον πάτο ενός φλυτζανιού καφέ τον οποίο πρώτα τον έβαψαν με φούμο από το τηγάνι ή το τζάκι. Νικητής ήταν αυτός που δεν είχε σφραγίδα στο μέτωπο.

 

Τιμήν – τιμήν'ς σον αϊτόν

Τα παιδιά καθόντουσαν το ένα δίπλα στο άλλο με τεντωμένα τα πόδια τους. Ένα από αυτά αρχίζοντας από ένα ακριανό πόδι, με τον δείκτη του χεριού του έκανε μικρά αλματάκια από πόδι σε πόδι και συλλαβιστά έλεγε συγχρόνως και το ακόλουθο τραγουδάκι:

Τιμήν – τιμήν 'ς σον αϊτόν
'ς σον αϊτόν τον σταυρωτόν
κρούω παίρω το καντάρι
και φιλώ το καλαμάρι.
Καλαμάρι τι θέλεις;
Θέλω κόκκινον αβγό
να πουλιάσω τα πουλιά μου
και ν' εβγαίνω 'ς σην ελαίαν
και σ΄χωρώ τον βασιλέαν........
Έβγα συ χρυσόν ποδάρ

Το πόδι, στο οποίο τελείωνε το τραγουδάκι μαζευόταν και έβγαινε από το παιχνίδι. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι να μείνει μόνο το πόδι ενός παιδιού απλωμένο. Αυτός ήταν και ο χαμένος παίκτης, ο οποίος έπεφτε στα γόνατα και τους αγκώνες. Στην πλάτη του, τα υπόλοιπα παιδιά έβαζαν τις γροθιές τους σαν πύργο και ρωτούσαν: "Τίνος έν απάν';" Δηλαδή ποιανού γροθιά είναι επάνω; Αν το όνομα που έλεγε ο μικρός ήταν το σωστό, τότε το παιχνίδι άρχιζε από την αρχή. Αν όμως δεν ήταν το σωστό τότε τον χτυπούσαν στην πλάτη λέγοντας ένα άλλο τραγουδάκι:

Τούμπουλ' τούμπουλ' σα ραχία
οξωκέσ' χαραδοξία
πάμε εγώ και η Ευδοξία
σου ποπά την εργατίαν.

Ο πύργος ξαναστηνόταν μέχρι ο παίκτης να βρει "τίνος έν' απάν'".

 

Η τσάλτικα

Είναι το τσιλίκι του τόπου μας. Οι παίκτες χωρίζονται σε δύο ομάδες. Ο επικεφαλής της μιας ομάδας βρίσκει μια μεγάλη πέτρα και πάνω της στηρίζει πλαγιαστά την "τσάλτικαν", ένα ξύλο 15-20 εκ. μακρύ και πάχος όσο ο αντίχειρας ή και λίγο παραπάνω. Αν δεν βρει πέτρα ανοίγει μια μικρή λακκούβα και πάνω σε αυτή τοποθετεί την "τσάλτικαν" οριζόντια. Η δεύτερη ομάδα απομακρύνετε από την πρώτη 15-20 μέτρα.

Ο αρχηγός της πρώτης ομάδας αρχίζει πρώτος. Με ένα ραβδί 50–80 εκ. πετάει την "τσάλτικαν" όσο πιο μακριά μπορεί προς την αντίθετη ομάδα. Αυτή πιάνει την "τσάλτικαν" και την ξαναπετά με σκοπό να πετύχει το σημάδι (την πέτρα ή την λακκούβα όπου στηριζόταν η "τσάλτικαν"). Αν τα καταφέρει την θέση του αρχηγού την παίρνει ο δεύτερος παίκτης της ομάδας κ.ο.κ. Αν όχι το παιχνίδι συνεχίζεται ως έχειν. Ο φύλακας του σημαδιού μετά το πρώτο χτύπημα βάζει το ραβδί ανάμεσα στα γόνατά του. Όταν η αντίπαλη ομάδα προσπαθεί να χτυπήσει το σημάδι τότε αυτός βγάζει το ραβδί από τα γόνατά του και προσπαθεί να αποκρούσει το χτύπημα, αυτό λέγεται "γαλά".

 

Μπίκο

Κάνοντας τα λαχνίσματα οι παίκτες βγάζουν την "μάνα", η οποία είναι αυτή που θα "τα φυλάει". Σε μια αλάνα, κάνουν έναν κύκλο και στην μέση τοποθετούν ένα τενεκεδάκι, τον "μπίκο". Δύο-τρία βήματα πιο κάτω κάνουν μια μεγάλη γραμμή (πρώτη) και 10-15 βήματα πιο κάτω από αυτήν κάνουν ακόμα μια μεγάλη γραμμή (δεύτερη). Οι παίκτες παίρνουν όλοι από μια πλακουτσωτή πέτρα, και πηγαίνοντας στην δεύτερη γραμμή πετάνε την πέτρα και προσπαθούν να ρίξουν τον μπίκο. Έπειτα προσπαθούν να πάρουν την πέτρα τους από όποιο σημείο και αν βρίσκεται και να γυρίσουν στην αφετερία τους. Η "μάνα" προσπαθεί να πιάσει έναν παίκτη για να πάρει την θέση της.

Η δυσκολία εδώ είναι η εξής: για να πιάσει κάποιον η "μάνα", πρέπει οπωσδήποτε ο μπίκος να είναι στην θέση του, δηλαδή μέσα στον κύκλο και όρθιος. Γι αυτό τον λόγο οι παίκτες προσπαθούν να πετάξουν όσο πιο δυνατά μπορούν την πέτρα τους, για να φύγει μακριά από τον κύκλο ο μπίκος. Πηγαίνοντας η "μάνα" να μαζέψει τον μπίκο, οι παίκτες βρίσκουν τον χρόνο να πάρουν την πέτρα τους. Όσο είναι πίσω από την πρώτη γραμμή χωρίς να κρατάνε την πέτρα η "μάνα" δεν μπορεί να τους πιάσει. Μπορούν να πάρουν την πέτρα και να φύγουν αμέσως, μπορούν όμως να την πατήσουν και να περιμένουν μια άλλη ευκαιρία για να φύγουν. Αν την πατήσουν θα πρέπει σιγά σιγά να τοποθετήσουν με το ένα πόδι τους την πέτρα πάνω στο άλλο πόδι τους και όταν βρουν την ευκαιρία να την πετάξουν ψηλά, να την πιάσουν με τα χέρια και να φύγουν. Αν όμως κρατάνε την πέτρα στα χέρια τους η "μάνα" μπορεί να τους κυνηγίσει μέχρι την δεύτερη γραμμή. Αυτός που θα πιάσει θα είναι και αυτός που θα πάρει την θέση της.

 

Το φιάς

Οι παίκτες πρέπει να είναι τουλάχιστον δέκα. Κάθονται κάτω στην γη και σχηματίζουν ημικύκλιο. Αν είναι περισσότεροι σχηματίζουν κύκλο. Τα πόδια τους δεν είναι τεντωμένα αλλά σχηματίζουν τρίγωνο για να μπορούν να κρύψουν από κάτω ένα φέσι ή μια πετσέτα ή ένα μαντήλι χοντρό. Την μία άκρη όλων αυτών την δένουν κόμπο.

Ορίζουν την μάνα του παιχνιδιού, η οποία τους γυρίζει την πλάτη. Ο παίκτης που κρατάει το φέσι ή το μαντήλι ή την πετσέτα χτυπάει την μάνα με αυτό και γρήγορα το κρύβει κάτω από τα γονατά του και σιγά σιγά το δίνει στον διπλανό του, αυτός σε κάποιον άλλο και έτσι το "φιάς" απομακρύνεται.

Όταν η μάνα γυρίσει προς τους παίκτες, πρέπει να τους κοιτάξει και να μαντέψει που είναι κρυμμένο. Όταν υποψιαστεί κάποιον, σκύβει και το αναζητά ανάμεσα στα γόνατά του. Αν αυτός που το έχει δεν είναι κοντά στην μάνα, το βγάζει την χτυπά και γρήγορα το ξανακρύβει. Όταν η μάνα βρει το "φιάς" αλλάζει με το παίκτη που το είχε.

 

Θεία-θεία

Στα παιδιά και ιδίως στα κορίτσια, άρεζε πολύ η μεταμφίεση. Έτσι σκαρφίστηκαν παιχνίδια στα οποία μεταμφιέζονταν και έπαιζαν διάφορους ρόλους. Στο παιχνίδι αυτό ένα παιδί, συνήθως κορίτσι έβαζε ένα μαντήλι στα μαλλιά, έριχνε ένα σάλι στους ώμους, πολλές φορές φορούσε και μια παλιά ρόμπα της μαμάς ή της γιαγιάς, έπαιρνε και ένα μπαστουνάκι καί κάνοντας την γριά, προχωρούσε. Τα υπόλοιπα παιδιά την ακολουθούσαν και ρωτούσαν:

-"Θεία θεία που πας;"
-"Σην εκκλησίαν" απαντούσε η γριά.
-"'Ερχουμες και μεις με τ' εσέν;"
-"Ελάτε, άμαν οράσον κλάνετε"
-"Όχι όχι"

απαντούσαν τα παιδιά αλλά μετά από λίγο "τρούτς τρούτς" προσποιούνταν ότι παραβαίνουν τον λόγο τους. Τότε η γριά γύριζε και τα κυνηγούσε προσπαθώντας να τα χτυπήσει με το μπαστουνάκι της.