Η κεμεντζέ (λύρα) | Η ζουρνά | Το αγγείον | Χειλίαυρι(ν) | Το ταούλ'

Μουσικά όργανα του Πόντου

 

Αγγείον ή τουλούμ' ή τουλούμ' Ζουρνά (τσαμπούνα ή γκάιντα)

 

Μαζί με την Ζουρνάν, το αγγείον είναι το κατεξοχήν μουσικό όργανο για ανοιχτούς χώρους, και όχι μόνο. Μετά την κεμεντζέ ήταν το πιο διαδεδομένο και το πιο αγαπητό όργανο στους Πόντιους του Ανατολικού Πόντου. Καλός τουλουμτζής ήταν αυτός που, όπως στα υπόλοιπα μουσικά όργανα, μπορούσε την ώρα που παίζει να κινείται ελεύθερα, να χορεύει και με προτροπές να ξεσηκώνει τον κόσμο. Πολλοί οργανοπαίχτες αυτού του είδους, μέσα στην έξαρση και την έξαψη του χορού και του ποτού, ξάπλωναν πάνω στο δρόμο και έπαιζαν παρασύροντας τους χορευτές σε ξέφρενους ρυθμούς.

Aποτελείται από τα εξής μέρη:

  1. Το ποστ' (δέρμα Ζώου, ασκί)
  2. Τη στομωτήρα ή φυσερόν (επιστόμιο)
  3. Το αγγόξυλον ή νάβ, μέσα στο οποίο είναι τοποθετημένα παράλληλα τα δύο καλάμια με τα τσιμπόνια (γλωσσίδια) που παράγουν τον ήχο.

    Το όργανο αυτό το κατασκεύαζε συνήθως ο ίδιος ο οργανοπαίχτης - και απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις και μεγάλη υπομονή. Το καταλληλότερο δέρμα για την κατασκευή του ήταν της κατσίκας, σπανίως χρησιμοποιούσαν του προβάτου. Αφού έγδερναν το Ζώο με προσοχή για να μην κοπεί το δέρμα και το έβγαζαν ολόκληρο, το έξυναν εσωτερικά να καθαρίσει όσο το δυνατόν καλλίτερα και το πασάλειβαν με αλάτι και στύψη ώστε να μην βρωμίσει και να σφίξη. Αφού το άφηναν μερικές ημέρες για να "ψηθεί", το έβαζαν μέσα σε διάλυμα στάχτης (σαχτάρ) και νερού, το οποίο ονόμαζαν "κατενή", ή σε διάλυμα χωνεμένου ασβέστη με νερό, και το άφηναν περίπου μία εβδομάδα.

    Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μαλακώσουν οι τρίχες και να βγαίνουν εύκολα (εφτούλιζαν' ατό). Ένας άλλος τρόπος για να αφαιρέσουν τις τρίχες από το δέρμα ήταν με το "μαλέζ". Ζέσταιναν νερό μέσα στο οποίο έριχναν καλαμποκίσιο αλεύρι, τόσο όσο να γίνει μια παχύρρευστη μάζα. Ζεστή όπως ήταν, την άπλωναν στο εσωτερικό του δέρματος και το άφηναν για 3-4 μέρες ώστε να ξινίσει. Με αυτόν τον τρόπο έβγαιναν εύκολα οι τρίχες. Κατόπιν το έβαζαν για 2-3 μέρες μέσα σε γάλα για να ασπρίσει.

    Καθαρό όπως ήταν τώρα το δέρμα από τρίχες, το έτριβαν για να μαλακώσει με γυαλί, ή πάνω σε ξύλο ή σε πέτρα. Αφού είχαν κόψει το πίσω μέρος του δέρματος (πόδια και ουρά) το γυρνούσαν μέσα-έξω και το έδεναν σφιχτά με κερωμένο σπάγκο. Μετά το γυρνούσαν ανάποδα, έβγαζαν τον λαιμό από το άνοιγμα του ενός ποδιού και τον έδεναν με τον ίδιο τρόπο. Στο δέσιμο του λαιμού καμιά φορά κολλούσαν κομμάτια καθρέφτη ή κρεμούσαν μεταξωτά πισκούλια (φούντες). Κατόπιν στερέωναν τη στομωτήρα (επιστόμιο) στο ένα πόδι. Αυτό γινόταν με δύο τρόπους: ή περνούσαν τη μια άκρη του δέρματος από την οπή του άλλου ποδιού και το έδεναν πάλι με κερωμένο σπάγκο, οπότε το δέσιμο ήταν εσωτερικό, ή δίπλωναν ελαφρά την άκρη και το έδεναν εξωτερικά. Σε ποιο πόδι θα έμπαινε η στομωτήρα και σε ποιο το αγγόξυλο, ήταν αποκλειστικά θέμα του πώς βόλευε τον οργανοπαίχτη. Εάν ήθελε να κρατάει το αγγείο με την αριστερή μασχάλη, η στομωτήρα έμπαινε στο αριστερό πόδι και το αγγόξυλο στο δεξί. Εάν ήθελε να το κρατάει στα δεξιά, τότε έμπαιναν αντίθετα.

    Η στομωτήρα ή φυσερόν ήταν ένα κωνικό ξύλο που στην βάση του είχε δεμένο ή καρφωμένο ένα κομμάτι δέρμα (αλεπόν) λίγο μεγαλύτερο από την οπή, έτσι ώστε όταν φυσούσε ο οργανοπαίχτης αυτό άνοιγε και επέτρεπε στον αέρα να περάσει. Όταν πιεζόταν ανάποδα έφραζε την οπή και δεν επέτρεπε στον αέρα να φύγει. Αυτό του έδινε τη δυνατότητα να τραγουδάει χωρίς να χρειάζεται να φουσκώνει το όργανο συνεχώς. Όταν δεν υπήρχε ο αλεπόν, ήταν υποχρεωμένος να φράζει την οπή με την γλώσσα, κάτι που του αφαιρούσε τη δυνατότητα να τραγουδάει.

    Στο κάτω μέρος του κώνου, εξωτερικά στη διάμετρο, είχε μία εσοχή (αυλάκι) μέσα στην οποία φώλιαζε το δέρμα με το δέσιμο για να μην γλιστράει και να έχει καλή εφαρμογή. Στην απέναντι οπή στερεώνεται το αγγόξυλον. Αυτό είναι πάντα δεμένο εξωτερικά με ένα σπόγγο, στην μέση του οποίου είναι δεμένο ένα κουμπί. Πρώτα ο οργανοπαίχτης τυλίγει τον σπόγγο 4-5 φορές γύρω από το αγγόξυλο στο αυλάκι που υπάρχει γύρω από τη διάμετρο, ώστε τα τσιμπόνια να βρίσκονται μέσα στον ασκό, και δένει γερά το δέρμα. Μετά τυλίγει τον υπόλοιπο σπόγγο γύρω από το κουμπί - έτσι δεν χρειάζεται να κάνει κόμπο και μπορεί να το λύσει εύκολα όταν θα θελήσει να αλλάξει τσιμπόνια ή να κουρντίσει.

    Στην εσοχή του αγγόξυλου υπάρχουν δύο παράλληλοι σωλήνες που παλαιότερα ήταν από καλάμια, ενώ σήμερα μπορεί να είναι μεταλλικοί. Είναι στερεωμένοι με κερί για να μην υπάρχει διαρροή αέρα και επάνω τους είναι ανοιγμένες από 5 τρύπες ίδιου μεγέθους που ισαπέχουν μεταξύ τους. Οι σωλήνες αυτοί ξεκινούν από την μια άκρη που είναι μέσα στον ασκό και καταλήγουν πρόσωπο με το εσωτερικό του χωνιού. Πάνω σε αυτούς τους σωλήνες στηρίζονται τα τσιμπόνια. Τα τσιμπόνια είναι αυτά που παίζουν τον πρώτο ρόλο στην καλή ποιότητα του ήχου. "Οι μικροί καλαμένιοι σωλήνες με τα γλωσσίδια, 4 έως 6,5 εκατοστά μήκος και διάμετρο 7 έως 10 χιλιοστά, κόβονται καλλίτερα εάν μπουν πρώτα μέσα σε γάλα όπου το καλάμι μαλακώνει. Για να ταιριάζουν τα τσιμπόνια, να δίνουν δηλαδή της ίδιας οξύτητας φθόγγο, πρέπει οι καλαμένιοι σωλήνες τους να έχουν το ίδιο μήκος και την ίδια εσωτερική διάμετρο και τα τσιμπόνια τους το ίδιο μήκος, πλάτος και πάχος. Επειδή αυτό είναι αδύνατον λύνουν το πρόβλημα με το κερί" (Φοίβος Ανωγειανάκης).

    Βάζουν λίγο κερί στη βάση του τσιμπονιού, κονταίνουν τη γλώσσα και συνεπώς αλλοιώνεται το τονικό ύψος της φωνής του. Ένας άλλος τρόπος είναι να ξύσουν λίγο την γλώσσα. Όσο πιο χοντρή είναι, τόσο πιο ψιλή (Ζιλ) φωνή βγάζει, όσο λεπταίνει τόσο πιο μπάσα (καπάν) γίνεται. Όλη αυτή η διαδικασία γίνεται για να πετύχουν την ίδια τονικότητα και στα δύο τσιμπόνια, να βγάζουν δηλαδή το ίδιο τονικό ύψος, και όχι για να αλλάζουν ριζικά κούρντισμα, κάτι που είναι αδύνατον με τα ίδια τσιμπόνια. Ένας άλλος τρόπος είναι να τοποθετηθεί κλωστή στη σχισμή που σχηματίζει το γλωσσίδι. Όσο πιο κοντά στη βάση βρίσκεται η κλωστή, τόσο μεγαλύτερο είναι το άνοιγμα του γλωσσιδίου, τόσο περισσότερο μπάσα (καπάν) είναι η φωνή, και αντιστρόφως.

    "Το αγγείον παίζεται με το πόστ' κρατημένο κάτω από την μασχάλη και ο οργανοπαίκτης που λέγεται τουλουμτζής παίρνει αναπνοή με το διάφραγμα και όχι με το στήθος, γι αυτό και μπορεί να φυσάει πολλς ώρες χωρίς να κουράΖεται. Η πίεση του αέρα στις γλώσσες γίνεται με το φύσημα από την στο-μωτήρα και με το σφίξιμο του ασκού που κάνει ο τουλουμτζής. Όταν σταματάει προσωρινά το φύσημα, για να μην ελαττωθεί η πίεση του αέρα πιέζει περισσότερο το πόστ' και την πίεση αυτή την χαλαρώνει μόλις αρχίσει και πάλι να φυσάει. Χάρη στην ισόρροπη αυτή πίεση κατορθώνει να κρατάει σταθερή την πίεση του αέρα στις γλώσσες και μαζί σταθερό το ύψος των φθόγγων. Η συνηθισμένη θέση των δαχτύλων πάνω στους αυλούς είναι: ο δείκτης και ο μέσος του αριστερού χεριού στις δύο πρώτες (από τα πάνω) τρύπες και ο δείκτης, ο μέσος και ο παράμεσος του δεξιού χεριού στις υπόλοιπες τρεις. Κάθε δάχτυλο πατάει και τις δύο τρύπες στους παράλληλους αυλούς.

    Το καλό παίξιμο χαρακτηρίζεται από τα "στολίδια" με τα οποία ο οργανοπαίχτης καλλωπίσει διαρκώς τη μελωδία. Τα στολίδια αυτά είναι κυρίως οι γρήγορες μικρές νότες και το τσάκισμα της φωνής, όπου μια νότα της μελωδίας επαναλαμβάνεται γρήγορα αφού προηγηθεί η αμέσως ψηλότερη ή χαμηλότερη από αυτήν νότα. Παράλληλα με τα μελωδικά στολίδια, κλείνοντας τη μια μόνο από τις δύο απέναντι τρύπες, πότε του ενός και πότε του άλλου αυλού, πετυχαίνει ένα ιδιότυπο πολυφωνικό άκουσμα" (δίπλασμαν) (Φοίβος Ανωγειανάκης).

    Σήμερα υπάρχουν δυστυχώς ελάχιστοι δεξιοτέχνες αυτού του οργάνου. Μερικοί από αυτούς είναι οι:

    • Γιάννης Αραματανίδης, από τα Κομνηνό Πτολεμαΐδας (Ούτσενα)
    • Γιάννης Καλπατσινίδης, από το Κεφαλοχώρι Σερρών
    • Χάρης Καζαντζίδης, από την Κοζάνη, κάτοικος Πειραιά.

    Από την νεότερη γενιά είναι οι:

    • Γιώργος Σοφιανίδης, από το Πρωτοχώρι Κοζάνης (Πορτοράζ)
    • Πολύχρονης Παπαγιαννίδης (Πολιός) από τον Κεχρόκαμπο Καβάλας (Τάροβα)
    • Χαράλαμπος Παρχαρίδης, από το Πρωτοχώρι Κοζάνης.

    Όλοι αυτοί παίζουν και χειλιαύριν (χιλίαυλος, φλογέρα).