Η κεμεντζέ (λύρα) | Η ζουρνά | Το αγγείον | Χειλίαυρι(ν) | Το ταούλ'

Μουσικά όργανα του Πόντου

 

Χειλιαύρι(ν) ή Χειλιαύλι(ν) - (χιλίαυλος) ή Γαβάλ ή γαβαλόπον (φλογερά)

 

Με αυτά τα ονόματα συναντάμε το συγκεκριμένο όργανο στον Πόντο. Ήταν κατεξοχήν ποιμενικό όργανο που το κατασκεύαζαν οι βοσκοί στα βουνά του Πόντου και παίζοντας το περνούσαν ευχάριστα τις ατέλειωτες ημέρες της μοναξιάς τους. Στην περιοχή της Ματσούκας αυτό το όργανο απέδιδε περίφημα τον ανεπανάληπτο βουκολικό σκοπό "μακρύν καϊτέν" ή "ορμανί' καϊ-τέν" ή "ομάλια" (μακρόσυρτος σκοπός ή σκοπός του δάσους).

Πολλές φορές όμως, από έλλειψη άλλων οργάνων, διάφορες παρέες το χρησιμοποιούσαν για τη διασκέδαση τους. Με αυτό τραγουδούσαν περισσότερο επιτραπέζιους σκοπούς και λιγότερο χόρευαν, λόγω του ότι είναι περιορισμένων δυνατοτήτων επειδή είναι μονοφωνικό (παίζει σε ένα τόνο) και δεν έχει μεγάλη ένταση. Βέβαια εδώ στην Ελλάδα, με τη βελτίωση των γνώσεων περί μουσικής, αυτοί που παίζουν φλογέρα κουβαλούν μαζί' τους πολλά τέτοια όργανα διαφόρων τόνων.

    <π> Το γαβάλ ή χειλιαύρι(ν) το συναντάμε σε διάφορα μεγέθη, από 25 έως 40 εκατοστά. Γίνεται από διάφορα ξύλα: καρυδιά, καστανιά, μηλιά, έλατο, οξιά, κρανιά, κέδρο, σφενδάμι κλπ., ή από καλάμι.

    Στον Πόντο χρησιμοποιούσαν περισσότερο το ξύλο γιατί όλα τα βουνά είναι γεμάτα από τέτοια δένδρα, ενώ το καλάμι ήταν πιο δυσεύρετο. Αυτό βεβαίως προϋπέθετε τη σωστή επιλογή του ξύλου, το οποίο δεν έπρεπε να έχει ρόζους, να είναι ίσιο και όσο το δυνατό ισόπαχο. Μετά την διαλογή, το έκο6αν στο μέγεθος που ήθελαν και του αφαιρούσαν τον φλοιό. Κατόπιν πύρωναν ένα λεπτό σίδερο και με αυτό το τρυπούσαν σε όλο του το μήκος. Εάν η τρύπα αυτή δεν ήταν αρκετή, πύρωναν ένα πιο χοντρό και το ξανατρυπούσαν. Αφού κρύωναν το χοντρό σίδερο, το περνούσαν μέσα στον σκελετό και με παλινδρομικές κινήσεις καθάριζαν το εσωτερικό από τα υπολείμματα του καμένου ξύλου. Κατόπιν το πελεκούσαν ώστε να αποκτήσει ομοιόμορφο πάχος, όσο το δυνατόν πιο λεπτό για καλλίτερη απόδοση. Πολλοί ήταν αυτοί που σκάλιζαν επάνω διάφορες παραστάσεις για ομορφιά.

    Στο επάνω μέρος, το οποίο έκοβαν λοξά σε ημικύκλιο, τοποθετούσαν μια τάπα 3 περίπου εκατοστών, κομμένη στο ίδιο σχήμα (χείλια) πεπλατημένη στο επάνω μέρος την οποία εφάρμοζαν έτσι ώστε να μην υπάρχει διαρροή αέρα. Αυτή γινόταν από πιο μαλακό ξύλο (συνήθως συκιά). Αμέσως μετά την τάπα άνοιγαν μια τρύπα παραλληλόγραμμη επάνω στον σωλήνα, η οποία στην απέναντι από την τάπα πλευρά ήταν πελεκημένη λοξά για καλλίτερη παραγωγή του ήχου. Σε ευθεία γραμμή από το τρυπίν, μερικά εκατοστά πιο κάτω άνοιγαν 6 τρύπες οι οποίες ισαπέχουν μεταξύ τους, πάλι με πυρωμένο σίδερο στο ίδιο μέγεθος.

    "Με μαλακό φύσημα η φλογέρα δίνει μια σειρά χαμηλούς φθόγγους. Με πιο δυνατό φύσημα και με τους ίδιους δαχτυλισμούς, δίνει τους ίδιους φθόγγους μια οκτάδα υψηλότερα, και με ακόμα πιο δυνατό φύσημα, λίγους επιπλέον φθόγγους υψηλότερα.

    Η τονική της κλίμακας που δίνουν οι φθόγγοι αυτοί εξαρτάται από το μήκος της φλογέρας. Όσο μακρύτερη είναι, τόσο η τονική της κλίμακας που δίνει είναι χαμηλότερη, και το αντίθετο. Μια καλοφτιαγμένη φλογέρα στα χέρια ενός άξιου οργανοπαίκτη μπορεί να δώσει έως δεκαεννέα φθόγγους, δηλαδή δύο οκτάδες και μια πέμπτη. Η ποιότητα όμως του ήχου δεν είναι η ίδια σε όλη αυτή την έκταση των φθόγγων.

    Οι χαμηλοί φθόγγοι, αυτοί που δίνει η φλογέρα με μαλακό φύσημα, είναι κάπως μουντοί και λίγο βραχνοί. Αντίθετα, οι φθόγγοι στην αμέσως υψηλότερη οκτάβα, αυτοί που απαιτούν πιο δυνατό φύσημα, είναι λαμπεροί και διαπεραστικοί. Ακόμα περισσότερο διαπεραστικοί και οξείς είναι οι λίγοι φθόγγοι πάνω από τη δεύτερη οκτάβα" (από το βιβλίο "Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα" του Φοίβου Ανώγειανάκη).

    Στον Πόντο το όργανο αυτό παιζόταν συνήθως μόνο του, σπάνια δε με συνοδεία άλλων οργάνων. Στην Ελλάδα σήμερα το συναντάμε σε κέντρα και στη δισκογραφία με συνοδεία λύρας και νταουλιού. Δύο καταπληκτικοί οργανοπαίχτες αυτού του οργάνου είναι οι:

    • Γιάννης Αραματανίδης, από τα Κομνηνά Πτολεμαϊδας (Ούτσενα)
    • Γιάννης Καλπατσινίδης, από το Κεφαλοχώρι Σερρών.

    Από την νέα γενιά είναι οι:

    • Γιώργος Σοφιανίδης, από το Πρωτοχώρι Κοζάνης (Πορτοράz)
    • Αλέξης Παρχαρίδης, από το ίδιο χωριό
    • Πολύχρονης Παπαγιαννίδης, από τον Κεχρόκαμπο Καβάλας (Τάροβα)
    • Γιώργος Σιαμίδης, από το Ρυάκιο Κοζάνης.